σχιζοφρενία

σχιζοφρενία
η
είδος ψυχασθένειας κατά την οποία, χωρίς να διαταράσσονται οι νοητικές λειτουργίες, χάνεται η επαφή του ατόμου με την πραγματικότητα και έτσι ζει αυτό σ’ ένα δικό του φανταστικό κόσμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενικός — ή, ό, Ν [σχιζοφρενία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχιζοφρενία ή αυτός που προσιδιάζει σε σχιζοφρενή («σχιζοφρενικές αντιδράσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία («σχιζοφρενικό άτομο») 3. φρ. «σχιζοφρενικές ψυχώσεις»… …   Dictionary of Greek

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

  • κατατονία — Έντονη κινητική διαταραχή που συνοδεύει συνήθως τη σχιζοφρένεια. Περιλαμβάνει ανώμαλες κινήσεις και στάσεις και διακρίνεται σε υπερκινητική και υποκινητική μορφή. Στα χαρακτηριστικά της κ. συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη έκφρασης του προσώπου, η… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυοφρενία — η, Ν ιατρ. κλινική μορφή τής γεροντικής άνοιας στην οποία προεξάρχουν διαταραχές τής μνήμης, με εσφαλμένες αναγνωρίσεις και με διαταραχή τού προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ενώ οι κοινωνικοί αυτοματισμοί διατηρούνται σχετικά καλά …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφασία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου, η οποία θεωρείται υπομορφή τής σχιζοφρενίας, η μη συστηματική σχιζοφρενία και κατά την οποία ο πάσχων χρησιμοποιεί λέξεις απομακρυσμένες από την έννοιά τους και άφθονους νεολογισμούς που καθιστούν τον… …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενής — ές, Ν αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + φρενής (< φρην, φρενός)] …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενής, ο — η αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχιζοφρενικός — ή, ό σχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”